Манифест о свободе предпринимательства
- 1 year ago
- 0
- 0
Гимн свобо́де ( греч. Ύμνος εις την Ελευθερίαν МФА: [ˈimnɔs is tin ɛlɛfθɛˈrian] ) — поэма, написанная Дионисиосом Соломосом в 1823 году, состоящая из 158 четверостиший. В 1865 первые 24 куплета были объявлены гимном Греции , но на практике поют, как правило, первые 2 четверостишия. Музыка к гимну была написана в 1828 году другом Соломоса Николаосом Мандзаросом ; впоследствии он дважды перерабатывал её (в 1844 и 1861 годах) .
Также это произведение используется как гимн Кипра .
Греческий текст | Кириллическая транскрипция | Фонетическая транскрипция МФА |
---|---|---|
Σε γνωρίζω από την κόψη
|
Се гноризо апо тин копси
|
[s̠e̞ ɣno̞.ˈɾiˑ.z̠o̞̯‿ɐ.po̞ tiŋ ˈko̞ˑ.ps̠i ǀ]
|
Политоническая орфография
(1823–1976) |
Арабский вариант | Гебраизация | Латинский вариант | Картвелизация | Арменизация | Деванагари |
---|---|---|---|---|---|---|
Σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν κόψι
|
سَغنُرِزُ آپُتٍقُپسِ
|
סֶה גְנוֹרִיזוֹ אַפּוֹ טִין קוֹפְּסִי
|
Se gnorizo apo tin copsi
|
სე ღნორიზო აპო ტინ კოფსი
|
Սե ղնորյ́զո ապօ́ տին կօ́փսի
|
से गनौरिज़ौ अपो तीन कोपसी
|
Σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν κόψη
τοῦ σπαθιοῦ τὴν τρομερή,
σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν ὄψη
ποῦ μὲ βία μετράει τὴ γῆ.
Ἀπ' τὰ κόκαλα βγαλμένη
τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά,
καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη,
χαῖρε, ὢ χαῖρε, Ἐλευθεριὰ!
Ἐκεῖ μέσα ἐκατοικοῦσες
πικραμένη, ἐντροπαλή,
κι ἕνα στόμα ἀκαρτεροῦσες,
«ἔλα πάλι» νὰ σοῦ πεῖ.
Ἄργειε νὰ 'λθει ἐκείνη ἡ μέρα,
κι ἦταν ὅλα σιωπηλά,
γιατί τὰ 'σκιαζε ἡ φοβέρα
καὶ τὰ πλάκωνε ἡ σκλαβιά.
Δυστυχής! Παρηγορία
μόνη σου ἔμενε νὰ λὲς
περασμένα μεγαλεῖα
καὶ διηγώντας τὰ νὰ κλαῖς.
Καὶ ἀκαρτέρει καὶ ἀκαρτέρει
φιλελεύθερη λαλιά,
ἕνα ἐκτύπαε τ' ἄλλο χέρι
ἀπὸ τὴν ἀπελπισιά.
Κι ἔλεες: «Πότε, ἅ, πότε βγάνω
τὸ κεφάλι ἀπὸ τσ' ἐρμιές;».
Καὶ ἀποκρίνοντο ἀπὸ πάνω
κλάψες, ἅλυσες, φωνές.
Τότε ἐσήκωνες τὸ βλέμμα
μὲς στὰ κλάιματα θολό,
καὶ εἰς τὸ ροῦχο σου ἒσταζ' αἷμα,
πλῆθος αἷμα ἑλληνικό.
Μὲ τὰ ροῦχα αἱματωμένα
ξέρω ὅτι ἔβγαινες κρυφὰ
νὰ γυρεύεις εἰς τὰ ξένα
ἄλλα χέρια δυνατά.
Μοναχὴ τὸ δρόομο ἐπῆρες,
ἐξανάλθες μοναχή.
δὲν εἲν' εὔκολες οἱ θύρες,
ἐὰν ἡ χρεία τὲς κουρταλεῖ.
Ἄλλος σου ἔκλαψε εἰς τὰ στήθια,
ἀλλ' ἀνάσαση καμιά.
ἄλλος σου ἔταξε βοήθεια
καὶ σὲ γέλασε φριχτά.
Ἄλλοι, ὀϊμέ, στὴ συμφορά σου
ὀποῦ ἐχαίροντο πολύ,
«σύρε νάβρεις τὰ παιδιά σου,
σύρε», ἐλέγαν οἳ σκληροί.
Φεύγει ὀπίσω τὸ ποδάρι
καὶ ὁλογλήγορο πατεῖ
ἢ τὴν πέτρα ἢ τὸ χορτάρι
ποῦ τὴ δόξα σου ἐνθυμεῖ.
Ταπεινότατή σου γέρνει
ἡ τρισάθλια κεφαλή,
σὰν πτωχοῦ ποὺ θυροδέρνει
κι εἶναι βάρος του ἢ ζωή.
Ναί, ἀλλὰ τώρα ἀντιπαλεύει
κάθε τέκνο σου μὲ ὁρμή,
ποῦ ἀκατάπαυστα γυρεύει
ἢ τὴ νίκη ἢ τὴ θανή.
Ἀπ' τὰ κόκαλα βγαλμένη
τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά,
καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη,
χαῖρε, ὢ χαῖρε, Ἐλευθεριά!
Μόλις εἶδε τὴν ὁρμή σου
ὁ οὐρανός, ποὺ γιὰ τ'ς ἐχθροὺς
εἰς τὴ γῆ τὴ μητρική σου
ἒτρεφ' ἄνθια καὶ καρπούς,
ἐγαλήνευσε. καὶ ἐχύθη
καταχθόνια μία βοή,
καὶ τοῦ Ρήγα σου ἀπεκρίθη
πολεμόκραχτη ἡ φωνὴ
Ὅλοι οἱ τόποι σὸν σ' ἐκράξαν
χαιρετώντας σὲ θερμά,
καὶ τὰ στόματα ἐφωνάξαν
ὅσα αἴσθανετο ἢ χαρδιά.
Ἐφωνάξανε ὡς τ' ἀστέρια
τοῦ Ἰονίου καὶ τὰ νησιά,
κι ἐσηκώσανε τὰ χέρια
γιὰ νὰ δείξουνε χαρά,
μ' ὄλον ποὺ 'ναι ἁλυσωμένο
τὸ καθένα τεχνικά,
καὶ εἰς τὸ μέτωπο γραμμένο
ἔχει: «Ψεύτρα Ἐλευθεριά».
Γκαρδιακὰ χαροποιήθη
καὶ τοῦ Βάσιγκτον ἡ γῆ,
καὶ τὰ σίδερα ἐνθυμήθη
ποῦ τὴν ἔδεναν κι αὐτή.
Ἀπ' τὸν πύργο τοῦ φωνάζει,
σὰ νὰ λέει σὲ χαιρετῶ,
καὶ τὴ χήτη τοῦ τινάζει
τὸ λιοντάρι τὸ Ἰσπανο.
Ἐλαφιάσθη τῆς Ἀγγλίας
τὸ θηρίο, καὶ σέρνει εὐθὺς
κατὰ τ' ἄκρα της Ρουσίας
τὰ μουγκρίσματα τσ'ὀργῆς.
Εἰς τὸ κίνημά του δείχνει
πῶς τὰ μέλη εἲν' δυνατά.
καὶ στοῦ Αἰγαίου τὸ κύμα ρίχνει
μία σπιθόβολη ματιά.
Σὲ ξανοίγει ἀπὸ τὰ νέφη
καὶ τὸ μάτι τοῦ Ἀετοῦ,
ποῦ φτερά και νύχια θρέφει
μὲ τὰ σπλάχνα τοῦ Ἰταλοῦ.
καὶ σ ἐσὲ καταγυρμένος,
γιατί πάντα σὲ μισεῖ,
ἒκρωζ' ἔκρωζε ὁ σκασμένος,
νὰ σὲ βλάψει, ἂν ἠμπορεῖ.
Ἄλλο ἐσὺ δὲν συλλογιέσαι
πάρεξ ποὺ θὰ πρωτοπᾶς.
δὲν μιλεῖς καὶ δὲν κουνιέσαι
στὲς βρισὶες ὀποῦ ἀγρικᾶς,
σὰν τὸ βράχον ὀποῦ ἀφήνει
κάθε ἀκάθαρτο νερὸ
εἰς τὰ πόδια του νὰ χύνει
εὐκολόσβηστον ἀφρό.
ὀποῦ ἀφήνει ἀνεμοζάλη
καὶ χαλάζι καὶ βροχὴ
νὰ τοῦ δέρνουν τὴ μεγάλη,
τὴν αἰώνιαν κορυφή.
Δυστυχιά του, ὤ, δυστυχιά του,
ὁποιανοὺ θέλει βρεθεῖ
στὸ μαχαίρι σου ἀποκάτου
καὶ σ' ἐκεῖνο ἀντισταθεῖ.
Τὸ θηρίο π' ἀνανογιέται
πῶς. τοῦ λείπουν τὰ μικρά,
περιορίζεται, πετιέται,
αἷμα ἀνθρώπινο διψᾶ.
τρέχει, τρέχει ὅλα τὰ δάση,
τὰ λαγκάδια, τὰ βουνά,
κι ὅπου φθάσει, ὅπου περάσει,
φρίκη, θάνατος, ἐρμιά.
Ἐρμιά, θάνατος καὶ φρίκη,
ὅπου ἐπέρασες κι ἐσύ.
ξίφος ἔξω ἀπὸ τὴ θήκη
πλέον ἀνδρείαν σου προξενεῖ.
Ἰδού, ἐμπρός σου ὁ τοῖχος στέκει
τῆς ἀθλίας Τριπολιτσᾶς.
τώρα τρόμου ἀστροπελέκι
νὰ τῆς ρίψεις πιθυμᾶς.
Μεγαλόψυχο τὸ μάτι
δείχνει, πάντα ὅπως νικεῖ,
κι ἃς εἲν ἅρματα γεμάτη
καὶ πολέμιαν χλαλοή.
Σοὺ προβαίνουνε καὶ τρίζουν
γιὰ νὰ ἰδεῖς πὼς εἲν' πολλά.
δὲν ἀκοῦς ποὺ φοβερίζουν
ἄνδρες μύριοι καὶ παιδιά;
Λίγα μάτια, λίγα στόματα
θὰ σᾶς μείνουνε ἀνοιχτὰ
γιὰ νὰ κλαύσετε τὰ σώματα
ποῦ θὲ νὰ 'βρει ἡ συμφορά!
Κατεβαίνουνε καὶ ἀνάφτει
τοῦ πολέμου ἀναλαμπή.
τὸ τουφέκι ἀνάβει, ἀστράφτει,
λάμπει, κόφτει τὸ σπαθί.
Γιατί ἡ μάχη ἐστάθη ὀλίγη;
Λίγα τὰ αἵματα γιατί;
Τὸν ἐχθρὸ θωρῶ νὰ φύγει
καὶ στὸ κάστρο ν' ἀνεβεῖ.
Μέτρα! Εἲν' ἄπειροι οἱ φευγάτοι,
ὀποῦ φεύγοντας δειλιοῦν.
τὰ λαβώματα στὴν πλάτη
δέχοντ', ὥστε ν' ἀνεβοῦν.
Ἐκεῖ μέσα ἀκαρτερεῖτε
τὴν ἀφεύγατη φθορά.
νά, σᾶς φθάνει. ἀποκριθεῖτε
στῆς νυκτὸς τὴ σκοτεινιά!
Ἀποκρίνονται καὶ ἡ μάχη
ἔτσι ἀρχίζει, ὀποῦ μακριὰ
ἀπὸ ράχη ἐκεῖ σὲ ράχη
ἀντιβούιζε φοβερά.
Ἀκούω κούφια τὰ τουφέκια,
ἀκούω σμίξιμο σπαθιῶν,
ἀκούω ξύλα, ἀκούω πελέκια,
ἀκούω τρίξιμο δοντιῶν.
Ἅ, τί νύκτα ἦταν ἐκείνη
ποῦ τὴν τρέμει ὁ λογισμός!
Ἄλλος ὕπνος δὲν ἐγίνη
πάρεξ θάνατου πικρός.
Τῆς σκηνῆς ἡ ὥρα, ὁ τόπος,
οἱ κραυγές, ἡ ταραχή,
ὁ σκληρόψυχος ὁ τρόπος
τοῦ πολέμου, καὶ οἱ καπνοί,
καὶ οἱ βροντές, καὶ τὸ σκοτάδι
ὀποῦ ἀντίσκοφτε ἡ φωτιά,
ἐπαράστεναν τὸν Ἅδη
ποῦ ἀκαρτέρειε τὰ σκυλιά.
Τ' ἀκαρτέρειε. Ἐφαῖνοντ' ἴσκιοι
ἀναρίθμητοι, γυμνοί,
κόρες, γέροντες, νεανίσκοι,
βρέφη ἀκόμη εἰς τὸ βυζί.
Ὅλη μαύρη μυρμηγκιάζει,
μαύρη ἡ ἐντάφια συντροφιά,
σὰν τὸ ροῦχο ὀποῦ σκεπάζει
τὰ κρεβάτια τὰ στερνά.
Τόσοι, τόσοι ἀνταμωμένοι
ἐπετιοῦντο ἀπὸ τὴ γῆ,
ὅσοι εἲν' ἄδικα σφαγμένοι,
ἀπὸ τούρκικην ὀργή.
Τόσα πέφτουνε τὰ θερι-
σμένα ἀστάχια εἰς τοὺς ἀγρούς.
σχεδὸν ὅλα ἐκειὰ τὰ μέρη
ἐσκεπάζοντο ἀπ' αὐτούς.
Θαμποφέγγει κανέν' ἄστρο,
καὶ ἀναδεύοντο μαζί,
ἀνεβαίνοντας τὸ κάστρο
μὲ νεκρώσιμη σιωπή.
Ἔτσι χάμου εἰς τὴν πεδιάδα,
μὲς στὸ δάσος τὸ πυκνό,
ὅταν στέλνει μίαν ἀχνάδα
μισοφέγγαρο χλωμό,
ἐὰν οἱ ἄνεμοι μὲς στ' ἄδεια
τὰ κλαδιὰ μουγκοφυσοῦν,
σειοῦνται, σειοῦνται τὰ μαυράδια,
ὀποῦ οἱ κλῶνοι ἀντικτυποῦν.
Μὲ τὰ μάτια τοὺς γυρεύουν
ὅπου εἲν' αἵματα πηχτά,
καὶ μὲς στὰ αἵματα χορεύουν
μὲ βρυχίσματα βραχνά.
καὶ χορεύοντας μανίζουν
εἰς τοὺς Ἕλληνες κοντά,
καὶ τὰ στήθια τοὺς ἐγγίζουν
μὲ τὰ χέρια τὰ ψυχρά.
Ἐκειὸ τὸ ἔγγισμα πηγαίνει
βαθιὰ μὲς στὰ σωθικά,
ὅθεν ὅλη ἡ λύπη βγαίνει,
κι ἄκρα αἰσθάνονται ἀσπλαχνιά.
Τότε αὐξαίνει τοῦ πολέμου
ὁ χορὸς τρομακτικά,
σὰν τὸ σκόρπισμα τοῦ ἀνέμου
στοῦ πελάου τὴ μοναξιά.
Κτυποῦν ὅλοι ἀπάνου κάτου.
κάθε κτύπημα ποὺ ἐβγεῖ
εἶναι κτύπημα θανάτου
χωρὶς νὰ δευτερωθεῖ.
Κάθε σῶμα ἱδρώνει, ρέει.
λὲς κι ἐκείθενε ἡ ψυχὴ
ἀπ' τὸ μίσος ποὺ τὴν καίει
πολεμάει νὰ πεταχθεῖ.
Τῆς καρδίας κτυπίες βροντᾶνε
μὲς στὰ στήθια τοὺς ἀργά,
καὶ τὰ χέρια ὀποῦ χουμᾶνε
περισσότερο εἲν' γοργά.
Οὐρανὸς γι' αὐτοὺς δὲν εἶναι,
οὐδὲ πέλαγο, οὐδὲ γῆ.
γι' αὐτοὺς ὅλους τὸ πᾶν εἶναι
μαζωμένο ἀντάμα ἐκεῖ.
Τόση ἡ μάνητα κι ἡ ζάλη,
ποῦ στοχάζεσαι μὴ πὼς
ἀπὸ μία μεριὰ καὶ ἀπ' ἄλλη
δὲν μείνει ἕνας ζωντανός.
Κοίτα χέρια ἀπελπισμένα
πῶς θερίζουνε ζωές!
Χάμου πέφτουνε κομμένα
χέρια, πόδια, κεφαλές,
καὶ παλάσκες καὶ σπαθὶα
μὲ ὁλοσκόρπιστα μυαλά,
καὶ μὲ ὁλόσχιστα κρανία,
σωθικὰ λαχταριστά.
Προσοχὴ καμία δὲν κάνει
κανείς, ὄχι, εἰς τὴ σφαγή.
πᾶνε πάντα ἐμπρός. Ὤ, φθάνει,
φθάνει. ἕως πότε οἱ σκοτωμοί;
Ποὶος ἀφήνει ἐκεῖ τὸν τόπο,
πάρεξ ὅταν ξαπλωθεῖ;
Δὲν αἰσθάνονται τὸν κόπο
καὶ λὲς κι εἶναι εἰς τὴν ἀρχή.
Ὀλιγόστευαν οἱ σκύλοι,
καὶ «Ἀλλά», ἐφώναζαν, «Ἀλλά»,
καὶ τῶν Χριστιανῶν τὰ χείλη
«φωτιά», ἐφώναζαν, «φωτιά».
69. Λιονταρόψυχα ἐκτυπιοῦντο,
πάντα ἐφώναζαν «φωτιά»,
καὶ οἱ μιαροὶ κατασκορπιοῦντο,
πάντα σκούζοντας «Ἀλλά».
Παντοῦ φόβος καὶ τρομάρα
καὶ φωνὲς καὶ στεναγμοί.
παντοῦ κλάψα, παντοῦ ἀντάρα,
καὶ παντοῦ ξεψυχισμοί.
Ἦταν τόσοι! Πλέον τὸ βόλι
εἰς τ' αὐτιὰ δὲν τοὺς λαλεῖ.
Ὅλοι χάμου ἐκεῖτοντ' ὅλοι
εἰς τὴν τέταρτην αὐγή.
Σὰν ποτάμι τὸ αἷμα ἐγίνη
καὶ κυλάει στὴ λαγκαδιά,
καὶ τὸ ἀθῶο χόρτο πίνει
αἷμα ἀντὶς γιὰ τὴ δροσιά.
Τῆς αὐγῆς δροσάτο ἀέρι,
δὲν φυσᾶς τώρα ἐσὺ πλιο
στῶν ψευδόπιστων τὸ ἀστέρι.
φύσα, φύσα εἰς τὸ Σταυρό!
Ἀπ' τὰ κόκαλα βγαλμένη
τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά,
καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη,
χαῖρε, ὢ χαῖρε, Ἐλευθεριά!
Τῆς Κορίνθου ἰδοὺ καὶ οἱ κάμποι.
δὲν λάμπ' ἥλιος μοναχὰ
εἰς τοὺς πλάτανους, δὲν λάμπει
εἰς τ' ἀμπέλια, εἰς τὰ νερά.
Εἰὶς τὸν ἥσυχον αἰθέρα
τώρα ἀθώα δὲν ἀντηχεῖ
τὰ λαλήματα ἡ φλογέρα,
τὰ βελάσματα τὸ ἄρνι.
Τρέχουν ἅρματα χιλιάδες
σὰν τὸ κύμα εἰς τὸ γιαλό,
ἀλλ' οἱ ἀνδρεῖοι παλληκαράδες
δὲν ψηφοῦν τὸν ἀριθμό.
Ὢ τρακόσιοι, σηκωθεῖτε
καὶ ξανάλθετε σέ μας.
τὰ παιδιά σας θέλ' ἰδεῖτε
πόσο μοιάζουνε μέ σας.
Ὅλοι ἐκεῖνοι τὰ φοβοῦνται
καὶ μὲ πάτημα τυφλὸ
εἰς τὴν Κόρινθο ἀποκλειοῦνται
κι ὅλοι χάνουνται ἀπ' ἐδῶ.
Στέλνει ὁ ἄγγελος τοῦ ὀλέθρου
πείνα καὶ θανατικό,
ποῦ μὲ σχῆμα ἑνὸς σκελέθρου
περπατοῦν ἀντάμα οἱ δυό.
καὶ πεσμένα εἰς τὰ χορτάρια
ἀπεθαίνανε παντοῦ
τὰ θλιμμένα ἀπομεινάρια
τῆς φυγῆς καὶ τοῦ χαμοῦ.
Κι ἐσὺ ἀθάνατη, ἐσὺ θεία,
ποῦ ὅ,τι θέλεις ἠμπορεῖς,
εἰς τὸν κάμπο, Ἐλευθερία,
ματωμένη περπατεῖς.
Στὴ σκιὰ χεροπιασμένες,
στὴ σκιὰ βλέπω κι ἐγὼ
κρινοδάκτυλες παρθένες
ὀποῦ κάνουνε χορό.
Στὸ χορὸ γλυκογυρίζουν
ὡραία μάτια ἐρωτικά,
καὶ εἰς τὴν αὔρα κυματίζουν
μαῦρα, ὁλόχρυσα μαλλιά.
Ἡ ψυχή μου ἀναγαλλιάζει
πῶς ὁ κόρφος καθεμιᾶς
γλυχοβύζαστο ἑτοιμάζει
γάλα ἀνδρείας κι ἐλευθεριᾶς.
Μὲς στὰ χόρτα, τὰ λουλούδια,
τὸ ποτήρι δὲν βαστῶ.
φιλελεύθερα τραγούδια
σὰν τὸν Πίνδαρο ἐκφωνῶ.
Ἀπ' τὰ κόκαλα βγαλμένη
τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά,
καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη,
χαῖρε, ὢ χαῖρε, Ἐλευθεριὰ!
Πῆγες εἰς τὸ Μεσολόγγι
τὴν ἡμέρα τοῦ Χριστοῦ,
μέρα ποὺ ἄνθισαν οἱ λόγγοι
γιὰ τὸ τέκνο τοῦ Θεοῦ.
Σοὺ 'λθε ἐμπρὸς λαμποκοπώντας
ἡ Θρησκεία μ' ἕνα σταυρό,
καὶ τὸ δάκτυλο κινώντας
ὀποῦ ἀνεῖ τὸν οὐρανό,
«σ' αὐτό», ἐφώναξε, «τo χῶμα
στάσου ὁλόρθη, Ἐλευθεριά!».
Καὶ φιλώντας σου τὸ στόμα
μπαίνει μὲς στὴν ἐκκλησιά.
Εἰς τὴν τράπεζα σιμώνει,
καὶ τὸ σύγνεφο τὸ ἀχνὸ
γύρω γύρω τῆς πυκνώνει
ποῦ σκορπάει τὸ θυμιατό.
Ἀγρικάει τὴν ψαλμωδία
ὀποῦ ἐδίδαξεν αὐτή.
βλέπει τὴ φωταγωγία
στοὺς Ἁγίους ἐμπρὸς χυτή.
Ποιοὶ εἲν' αὐτοὶ ποὺ πλησιάζουν
μὲ πολλὴ ποδοβολή,
κι ἂρματ', ἅρματα ταράζουν;
Ἐπετάχτηχες ἐσύ!
Ἅ, τὸ φῶς ποὺ σὲ στολίζει,
σὰν ἡλίου φεγγοβολῆ,
καὶ μακρόθεν σπινθηρίζει,
δὲν εἶναι, ὄχι, ἀπὸ τὴ γῆ.
Λάμψιν ἔχει ὅλη φλογώδη
χεῖλος, μέτωπο, ὀφθαλμός.
φῶς τὸ χέρι, φῶς τὸ πόδι,
κι ὅλα γύρω σου εἶναι φῶς.
Τὸ σπαθί σου ἀντισηκώνεις,
τρία πατήματα πατᾶς,
σὰν τὸν πύργο μεγαλώνεις,
κι εἰς τὸ τέταρτο κτυπᾶς.
Μὲ φωνὴ ποὺ καταπείθει
προχωρώντας ὁμιλεῖς:
«Σήμερ', ἄπιστοι, ἐγεννήθη,
ναὶ τοῦ κόσμου ὁ Λυτρωτής».
Αὐτὸς λέγει, ἀφοκρασθεῖτε:
«Ἐγὼ εἲμ' Ἄλφα, Ὠμέγα ἔγω.
πέστε, ποὺ θ' ἀποκρυφθεῖτε
ἐσεῖς ὅλοι, ἂν ὀργισθῶ;
Φλόγα ἀκοίμητήν σας βρέχω,
ποῦ, μ' αὐτὴν ἂν συγκριθεῖ
κείνη ἡ κάτω ὀποῦ σας ἔχω,
σὰν δροσιὰ θέλει βρεθεῖ.
Κατατρώγει, ὡσὰν τὴ σχίζα,
τόπους ἄμετρα ὑψηλούς,
χῶρες, ὅρη ἀπὸ τὴ ρίζα,
ζῶα καὶ δέντρα καὶ θνητούς.
Καὶ τὸ πᾶν τὸ κατακαίει,
καὶ δὲν σώζεται πνοή,
πάρεξ τοῦ ἄνεμου ποὺ πνέει
μὲς στὴ στάχτη τὴ λεπτή».
Κάποιος ἤθελε ἐρωτήσει:
Τοῦ θυμοῦ Τοῦ εἶσαι ἀδελφή;
Ποὶος εἲν' ἄξιος νὰ νικήσει
ἢ μὲ σὲ νὰ μετρηθεῖ;
Ἡ γῆ αἰσθάνεται τὴν τόση
τοῦ χεριοῦ σου ἀνδραγαθιά,
ποῦ ὅλην θέλει θανατώσει
τὴ μισόχριστη σπορά.
Τὴν αἰσθάνονται καὶ ἀφρίζουν
τὰ νερά, καὶ τ' ἀγρικῶ
δυνατὰ νὰ μουρμουρίζουν
σὰν νὰ ρυάζετο θηριό.
Κακορίζικοι, ποὺ πάτε
τοῦ Ἀχελώου μὲς στὴ ροὴ
καὶ πιδέξια πολεμᾶτε
ἀπὸ τὴν καταδρομὴ
νὰ ἀποφύγετε; Τὸ κύμα
ἔγινε ὅλο φουσκωτό.
ἐκεῖ εὐρήκατε τὸ μνῆμα
πρὶν νὰ εὐρεῖτε ἀφανισμό.
Βλασφημάει, σκούζει, μουγκρίζει
κάθε λάρυγγας ἐχθροῦ,
καὶ τὸ ρεῦμα γαργαρίζει
τὲς βλασφήμιες τοῦ θυμοῦ.
Σφαλερὰ τετραποδίζουν
πλῆθος ἄλογα, καὶ ὀρθὰ
τρομασμένα χλιμιτρίζουν
καὶ πατοῦν εἰς τὰ κορμιά.
Ποὶος στὸ σύντροφον ἁπλώνει
χέρι, ὡσὰν νὰ βοηθηθεῖ.
ποὶος τὴ σάρκα τοῦ δαγκώνει
ὅσο ὀποῦ νὰ νεκρωθεῖ.
Κεφαλὲς ἀπελπισμένες,
μὲ τὰ μάτια πεταχτά,
κατὰ τ' ἄστρα σηκωμένες
γιὰ τὴν ὕστερη φορᾶ.
Σβιέται -αὐξαίνοντας ἡ πρώτη
τοῦ Ἀχελώου νεροσυρμή-
τὸ χλιμίτρισμα καὶ οἱ κρότοι
καὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ γογγυσμοί,
Ἔτσι ν' ἄκουα νὰ βουΐξει
τὸ βαθὺν Ὠκεανό,
καὶ στὸ κύμα του νὰ πνίξει
κάθε σπέρμα ἀγαρηνό!
Καὶ ἐκεῖ ποὺ 'ναι ἡ Ἁγία Σοφία,
μὲς στοὺς λόφους τοὺς ἑπτά,
ὅλα τ' ἄψυχα κορμία,
βραχοσύντριφτα, γυμνά,
σωριασμένα νὰ τὰ σπρώξει
ἡ κατάρα τοῦ Θεοῦ,
κι ἀπ' ἐκεῖ νὰ τὰ μαζώξει
ὁ ἀδελφός του Φεγγαριοῦ.
Κάθε πέτρα μνῆμα ἂς γένει,
κι ἡ Θρησκεία κι ἡ Ἐλευθεριὰ
μ' ἀργὸ πάτημα ἂς πηγαίνει
μεταξύ τους καὶ ἂς μετρᾶ.
Ἕνα λείψανο ἀνεβαίνει
τεντωτό, πιστομητό,
κι ἄλλο ξάφνου κατεβαίνει
καὶ δὲν φαίνεται, καὶ πλιο
καὶ χειρότερα ἀγριεύει
καὶ φουσκώνει ὁ ποταμός.
πάντα, πάντα περισσεύει.
πολὺ φλοίσβισμα καὶ ἀφρὸς
Ἅ, γιατί δὲν ἔχω τώρα
τὴ φωνὴ τοῦ Μωυσῆ;
Μεγαλόφωνα τὴν ὥρα
ὀποῦ ἐσβιοῦντο οἱ μισητοί,
τὸ Θεὸν εὐχαριστοῦσε
στοῦ πελάου τὴ λύσσα ἐμπρός,
καὶ τὰ λόγια ἠχολογοῦσε
ἀναρίθμητος λαός.
Ἀκλουθάει τὴν ἁρμονία
ἡ ἀδελφή του Ἀαρῶν,
ἡ προφήτισσα Μαρία,
μ' ἕνα τύμπανο τερπνὸν.
καὶ πηδοῦν ὅλες οἱ κόρες
μὲ τσ' ἀγκάλες ἀνοικτές,
τραγουδώντας, ἀνθοφόρες,
μὲ τὰ τύμπανα κι ἐκειές.
Σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν κόψη
τοῦ σπαθιοῦ τὴν τρομερή,
σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν ὄψη
ποῦ μὲ βία μετράει τὴ γῆ.
Εἰς αὐτήν, εἲν' ξακουσμένο,
δὲν νικιέσαι ἐσὺ ποτέ.
ὅμως, ὄχι, δὲν εἲν' ξένο
καὶ τὸ πέλαγο γιὰ σέ.
Τὸ στοιχεῖον αὐτὸ ξαπλώνει
κύματ' ἄπειρα εἰς τὴ γῆ,
μὲ τὰ ὁποία τὴν περιζώνει,
κι εἶναι εἰκόνα σου λαμπρή.
Μὲ βρυχίσματα σαλεύει
ποῦ τρομάζει ἡ ἀκοή.
κάθε ξύλο κινδυνεύει
καὶ λιμνιώνα ἀναζητεῖ.
Φαίνετ' ἔπειτα ἡ γαλήνη
καὶ τὸ λάμψιμο τοῦ ἥλιου,
καὶ τὰ χρώματα ἀναδίνει
τοῦ γλαυκότατου οὐρανοῦ.
Δὲν νικιέσαι, εἲν' ξακουσμένο,
στὴν ξηρὰν ἐσὺ ποτέ.
ὅμως, ὄχι, δὲν εἲν' ξένο
καὶ τὸ πέλαγο γιὰ σέ.
Περνοῦν ἄπειρα τὰ ξάρτια,
καὶ σὰν λόγγος στριμωχτὰ
τὰ τρεχούμενα κατάρτια,
τὰ ὁλοφούσκωτα πανιά.
Σὺ τὲς δύναμές σου σπρώχνεις,
καὶ ἀγκαλὰ δὲν εἲν' πολλές,
πολεμώντας, ἄλλα διώχνεις,
ἄλλα παίρνεις, ἄλλα καῖς.
Μ' ἐπιθύμια νὰ τηράζεις
δυὸ μεγάλα σὲ θωρῶ,
καὶ θανάσιμον τινάζεις
ἐναντίον τοὺς κεραυνό.
Πιάνει, αὐξαίνει, κοκκινίζει,
καὶ σηκώνει μία βροντή,
καὶ τὸ πέλαο χρωματίζει
μὲ αἱματόχροη βαφή.
Πνίγοντ' ὅλοι οἱ πολεμάρχοι
Καὶ δὲν μνέσκει ἕνα κορμί.
χαίρου, σκιὰ τοῦ Πατριάρχη,
ποῦ σὲ πέταξαν ἐκεῖ.
Ἐκρυφόσμιγαν οἱ φίλοι
μὲ τσ' ἐχθρούς τους τὴ Λαμπρή,
καὶ τοὺς ἔτρεμαν τὰ χείλη
δίνοντας τὰ εἰς τὸ φιλί.
Κειὲς τὲς δάφνες ποὺ ἐσκορπίστε
τώρα πλέον δὲν τὲς πατεῖ,
καὶ τὸ χέρι ὀποῦ ἐφιλῆστε
πλέον, ἅ, πλέον δὲν εὐλογεῖ.
Ὅλοι κλάψτε. ἀποθαμένος
ὁ ἀρχηγὸς τῆς Ἐκκλησιᾶς.
κλάψτε, κλάψτε. κρεμασμένος
ὡσὰν νὰ 'τανε φονιάς!
Ἔχει ὀλάνοικτο τὸ στόμα
π' ὦρες πρῶτα εἶχε γευθεῖ
τ' Ἅγιον Αἷμα, τ' Ἅγιον Σῶμα.
Λὲς πὼς θὲ νὰ ξαναβγεῖ
ἡ κατάρα ποὺ εἶχε ἀφήσει,
λίγο πρὶν νὰ ἀδικηθεῖ,
εἰς ὁποῖον δὲν πολεμήσει
καὶ ἠμπορεῖ νὰ πολεμεῖ.
Τὴν ἀκούω, βροντάει, δὲν παύει
εἰς τὸ πέλαγο, εἰς τὴ γῆ,
καὶ μουγκρίζοντας ἀνάβει
τὴν αἰώνιαν ἀστραπή.
Ἡ καρδιὰ συχνοσπαράζει.
Πλὴν τί βλέπω; Σοβαρὰ
νὰ σωπάσω μὲ προστάζει
μὲ τὸ δάχτυλο ἡ θεά.
Κοιτάει γύρω εἰς τὴν Εὐρώπη
τρεῖς φορὲς μ' ἀνησυχιά.
προσηλώνεται κατόπι
στὴν Ἑλλάδα, καὶ ἀρχινᾶ:
«Παλληκάρια μου, οἱ πολέμοι
γιὰ σᾶς ὅλοι εἶναι χαρά,
καὶ τὸ γόνα σας δὲν τρέμει
στοὺς κινδύνους ἐμπροστά.
Ἀπ' ἐσᾶς ἀπομακραίνει
κάθε δύναμη ἐχθρική,
ἀλλὰ ἀνίκητη μία μένει
ποῦ τὲς δάφνες σας μαδεῖ.
Μία, ποὺ ὅταν ὡσὰν λύκοι
ξαναρχόστενε ζεστοί,
κουρασμένοι ἀπὸ τὴ νίκη,
ἄχ, τὸ νοῦ σας τυραννεῖ.
Ἡ Διχόνοια ποὺ βαστάει
ἕνα σκῆπτρο ἡ δολερὴ
καθενὸς χαμογελάει,
"πάρ' τό", λέγοντας, "καὶ σύ".
Κειο τὸ σκῆπτρο πού σας δείχνει
ἔχει ἀλήθεια ὡραῖα θωριά.
μὴν τὸ πιάστε, γιατί ρίχνει
εἰσὲ δάκρυα θλιβερά.
Ἀπὸ στόμα ὀποῦ φθονάει,
παλληκάρια, ἂς μὴν πωθεῖ,
πῶς τὸ χέρι σας κτυπάει
τοῦ ἀδελφοῦ τὴν κεφαλή.
Μὴν εἰποῦν στὸ στοχασμό τους
τὰ ξένα ἔθνη ἀληθινά:
"Ἐὰν μισοῦνται ἀνάμεσό τους
δὲν τοὺς πρέπει ἐλευθεριά".
Τέτοια ἀφήστενε φροντίδα.
Ὅλο τὸ αἷμα ὀποῦ χυθεῖ
γιὰ θρησκεία καὶ γιὰ πατρίδα
ὅμοιαν ἔχει τὴν τιμή.
Στὸ αἷμα αὐτό, ποὺ δὲν πονεῖτε
γιὰ πατρίδα, γιὰ θρησκειά,
σᾶς ὁρκίζω, ἀγκαλιασθεῖτε
σὰν ἀδέλφια γκαρδιακά.
Πόσο λείπει, στοχασθεῖτε,
πόσο ἀκόμη νὰ παρθεῖ.
πάντα ἡ νίκη, ἂν ἑνωθεῖτε,
πάντα ἐσᾶς θ' ἀκολουθεῖ.
Ὢ ἀκουσμένοι εἰς τὴν ἀνδρεία,
καταστῆστε ἕνα Σταυρὸ
καὶ φωνάξετε μὲ μία:
"Βασιλεῖς, κοιτάξτ' ἐδῶ!
Τὸ σημεῖον ποὺ προσκυνᾶτε
εἶναι τοῦτο, καὶ γι' αὐτὸ
ματωμένους μας κοιτᾶτε
στὸν ἀγώνα τὸ σκληρό.
Ἀκατάπαυστα τὸ βρίζουν
τὰ σκυλιὰ καὶ τὸ πατοῦν
καὶ τὰ τέκνα τοῦ ἀφανίζουν,
καὶ τὴν πίστη ἀναγελοῦν.
Ἐξ αἰτίας τοῦ ἐσπάρθη, ἐχάθη
αἷμα ἀθῶο χριστιανικό,
ποῦ φωνάζει ἀπὸ τὰ βάθη
τῆς νυκτός: Νὰ ἐκδικηθῶ.
Δὲν ἀκοῦτε, ἐσεῖς εἰκόνες
τοῦ Θεοῦ, τέτοια φωνή;
Τώρα ἐπέρασαν αἰῶνες
καὶ δὲν ἔπαυσε στιγμή.
Δὲν ἀκοῦτε; Εἰς κάθε μέρος
σὰν τοῦ Ἀβὲλ καταβοᾶ.
δὲν εἲν' φύσημα τοῦ ἀέρος
ποῦ σφυρίζει εἰς τὰ μαλλιά.
Τί θὰ κάμετε; Θ' ἀφῆστε
νὰ ἀποκτήσομεν ἐμεῖς
λευθεριᾶν, ἢ θὰ τὴν λύστε
ἐξ αἰτίας πολιτικῆς;
Τοῦτο ἄν ἴσως μελετᾶτε,
ἰδοὺ ἐμπρός σας τὸν Σταυρό.
Βασιλεῖς, ἐλᾶτε, ἐλάτε,
καὶ κτυπήσετε κι ἐδῶ!".